αφάνιση — η (Α ἀφάνισις) [αφανίζω] εξαφάνιση αρχ. απαλλαγή από κάτι … Dictionary of Greek
ἀφανίση — ἀφάνισις getting rid of fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανίσηι — ἀφάνισις getting rid of fem dat sg (epic) ἀφανίσῃ , ἀφανίζω make unseen aor subj mid 2nd sg ἀφανίσῃ , ἀφανίζω make unseen aor subj act 3rd sg ἀφανίσῃ , ἀφανίζω make unseen fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. εξαφανίζω, κρύβω: Αφανίστηκε από το πρόσωπο της Γης. 2. φθείρω, καταστρέφω: Αυτή τη χρονιά μάς αφάνισαν οι αρρώστιες. 3. εξουθενώνω, εκμηδενίζω: Τους αφάνισαν στο ξύλο. Ουσ. αφάνιση, η και αφανισμός, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)